καχεκτικότητα

καχεκτικότητα
η
η καχεξία*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καχεκτικός. Η λ., στον λόγιο τ. καχεκτικότης, μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”